σαρκοφαγία — σαρκοφαγίᾱ , σαρκοφαγία flesh diet fem nom/voc/acc dual σαρκοφαγίᾱ , σαρκοφαγία flesh diet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφαγίᾳ — σαρκοφαγίᾱͅ , σαρκοφαγία flesh diet fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφαγίας — σαρκοφαγίᾱς , σαρκοφαγία flesh diet fem acc pl σαρκοφαγίᾱς , σαρκοφαγία flesh diet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφαγίαι — σαρκοφαγίᾱͅ , σαρκοφαγία flesh diet fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφαγίαν — σαρκοφαγίᾱν , σαρκοφαγία flesh diet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφαγιῶν — σαρκοφαγία flesh diet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοφαγίαις — σαρκοφαγία flesh diet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
ζωοφαγία — (AM ζῳοφαγία, Μ και ζωοφαγεία) [ζωοφάγος] το να τρώει κάποιος ζωική τροφή ή ζώα, σαρκοφαγία, κρεοφαγία, αντίθ. τών φυτοφαγία, χορτοφαγία, καρποφαγία … Dictionary of Greek
σαρκοβορία — ἡ, Μ [σαρκοβόρος] το να τρώει κανείς σάρκες, σαρκοφαγία … Dictionary of Greek